Δεν είχε τίτλους. Δεν είχε μέσον. Είχε όμως πείσμα. Και μια αποστολή που την κουβαλούσε χωρίς να του την αναθέσει κανείς.
Ήθελε να γίνει μηχανικός, να φύγει στην Ευρώπη, να χτίσει το μέλλον του σε ξένη γη. Μα μια νεανική αταξία τού έκλεισε την πόρτα. Έμεινε πίσω. Στην Αδριανούπολη. Με νέο όνομα, από τη θεία που τον ανέθρεψε.
Και κάπως έτσι, γεννήθηκε ένας άλλος δρόμος.
Δάσκαλος από τα 18 του — όχι από πτυχίο, αλλά από φλόγα. Πρώτη του θέση, σε ένα αλβανόφωνο χωριό της Ανατολικής Θράκης. Δίδασκε και μάθαινε μαζί. Ό,τι δεν του έδωσε το πανεπιστήμιο, το κατάκτησε με κόπο και νύχτες άγρυπνες πάνω από βιβλία.
Όπου υπήρχε ανάγκη, εκεί κι εκείνος. Από το Σουφλί μέχρι τη Σαμοθράκη. Από την Κεσσάνη μέχρι τη Μακρά Γέφυρα. Σχολεία χωρίς κτίρια, παιδιά χωρίς τετράδια, χωριά χωρίς δρόμους. Κι εκείνος, με έναν μαυροπίνακα στον ώμο και την ψυχή γεμάτη φως.
Ήταν παρών όταν η Αλεξανδρούπολη απελευθερώθηκε. Όχι ως στρατιώτης, μα ως δάσκαλος. Του εμπιστεύτηκαν να οργανώσει τα σχολεία της πόλης — κι εκείνος δεν έφτιαξε απλώς αίθουσες. Έστησε φλόγες γνώσης σε κάθε γωνιά του Έβρου.
Μάζευε χρήματα για να χτιστεί ο ναός του Αγίου Νικολάου. Οραματιζόταν χάρτες όταν ακόμα δεν υπήρχαν GPS. Μιλούσε για λέξεις, για σωστά ελληνικά ονόματα, για νήματα που ενώνουν την Ιστορία με τον Τόπο.
Δεν χρειάστηκε ποτέ στολή. Μα ήταν στρατιώτης του πνεύματος.
Δεν φόρεσε ποτέ πανεπιστημιακή τήβεννο. Μα υπήρξε διδάκτωρ ζωής.
Όταν τον τίμησαν για τα 100 χρόνια της Αλεξανδρούπολης, ήταν ήδη θαμμένος στο Παλαιό Νεκροταφείο, δίπλα στη γυναίκα και στις κόρες του. Μα το όνομά του ζει. Σε έναν μικρό δρόμο της πόλης. Κι ακόμα πιο βαθιά: στη μνήμη όσων πέρασαν από τα χέρια του.
Γιατί μπορεί ο δρόμος να είναι μικρός. Μα ο ίσκιος που άφησε πίσω του, χωράει μια ολόκληρη Θράκη.