Τον Ιούλιο του 1923, λίγο πριν πέσει για τα καλά το φως στο χωριό Μπόσνα της Ανδριανούπολης, ήρθε η είδηση. Η υπογραφή του Βενιζέλου στη Λωζάνη είχε κλείσει οριστικά τα σύνορα.
Και άνοιξε τις πληγές.
Οι Έλληνες κάτοικοι δεν πήραν πολλά. Πήραν όμως ό,τι δεν καταγράφεται σε χαρτιά: το χώμα από τα πατρικά τους και λίγες σκελίδες σκόρδου – τυλιγμένες σε μαντίλια, φυλαγμένες στα ταγάρια.
Στην αντίπερα όχθη του Έβρου, τέσσερα χιλιόμετρα από το χωριό που αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω, έσπειραν την καινούργια τους ζωή. Και μαζί, έσπειραν σκόρδο.
Από την πίκρα του ξεριζωμού, στη δύναμη του καρπού
Η Νέα Βύσσα δεν είναι απλώς ένα χωριό. Είναι μια συνέχεια με ρίζες βαθύτερες από τα σύνορα.
Εκεί, σήμερα, οι απόγονοι των πρώτων προσφύγων κρατούν ακόμα το ίδιο σκόρδο, με το ίδιο DNA – καυτερό, τραχύ, ανθεκτικό, όπως κι οι ίδιοι.
«Το δικό μας δεν το τρως άφοβα», λέει ο Νίκος Νεντίδης, αντιπρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού.
Και έχει δίκιο. Η Βύσσα καίει – και το κάνει με τιμή.
Ένας τόπος, μια σοδειά, ένα χρέος
Σε 200 στρέμματα γης, 20 παραγωγοί φυτεύουν κάθε Οκτώβρη ό,τι έχει μείνει ζωντανό από τότε.
Καλλιεργούν το 80% του ελληνικού σκόρδου. Αλλά παλεύουν.
Με ασθένειες. Με τις τιμές. Με τη σιωπή της πολιτείας. Με τη μοναξιά της υπαίθρου.
Από τις 7.000 ψυχές του χτες, σήμερα στη Βύσσα μένουν 1.300.
Κι όμως, εκεί καλλιεργείται ένα προϊόν που έχει μέσα του Ιστορία, παράδοση, ταυτότητα και πείσμα.
Ό,τι πιο ελληνικό δεν είναι στο marketing – είναι στο μεροκάματο
Το σκόρδο της Βύσσας δεν έχει διαφημιστικές καμπάνιες. Έχει ρίζα.
Δεν έχει ετικέτες με λογότυπα. Έχει ονόματα που γράφτηκαν στα κιτάπια της προσφυγιάς.
Και δεν χρειάζεται εξωραϊσμούς. Το μόνο που ζητά είναι να αναγνωριστεί αυτό που είναι: ένας λευκός βολβός με μνήμη και χαρακτήρα.
Η αίτηση για χαρακτηρισμό ΠΟΠ κατατέθηκε. Οι ελπίδες στρέφονται στις Βρυξέλλες. Όχι για φήμη – για δίκαιη θέση στον ήλιο.