Δεν γύρεψε τίποτα. Δεν παραπονέθηκε ποτέ. Κι όταν έφυγε, πήρε μαζί της μια αγκαλιά που δεν ξαναβρίσκεις. Μόνο τη θυμάσαι. Και δακρύζεις.
Δεν ξέρεις πόσα της χρωστάς,
μέχρι να μην είναι πια εκεί να της τα δώσεις.
Και τότε, έρχεται η μέρα σαν τη σημερινή Γιορτή της Μητέρας και δεν έχεις πού να πας.
Δεν έχεις ποιον να πάρεις.
Δεν έχεις σε ποιο χέρι να αφήσεις λουλούδια,
παρά μόνο σε μια πέτρα που δεν απαντά.
Τη μάνα σου… δεν της είπες “ευχαριστώ”.
Δεν της το είπες όταν ξαγρυπνούσε πάνω από τον πυρετό σου.
Ούτε όταν περίμενε με το φαγητό ζεστό και εσένα να αργείς.
Ούτε όταν σε σήκωνε απ’ τον πάτο, ενώ εκείνη ήταν ήδη διαλυμένη.
Δεν της είπες τίποτα.
Κι εκείνη δεν είπε ποτέ “κουράστηκα”.
Σε άφησε να μεγαλώσεις, να φύγεις, να χαθείς.
Και έμεινε πίσω, πάντα η ίδια.
Πάντα εκεί.
Μέχρι που δεν ήταν.
Και τώρα τι να το κάνεις το “ευχαριστώ”;
Πού να το πεις; Σε ποια φωνή;
Σε ποιο βλέμμα; Σε ποια μυρωδιά κουζίνας Κυριακής;
Μόνο από μέσα σου μπορείς πια να της το πεις.
Με δάκρυ.
Με μια ενοχή που δεν φεύγει.
Με μια σιωπή,
που ακούγεται πιο δυνατά απ’ ό,τι άκουγες όσο ζούσε.
Για τη μάνα που δεν ζητούσε.
Για τη μάνα που έδινε.
Για τη μάνα που ήξερε και δεν έλεγε τίποτα.
Και που τώρα… λείπει.
Σήμερα, μη γελάς αν κάποιος δακρύζει στη μέση του δρόμου.
Ίσως θυμήθηκε μια φωνή να του λέει “ντύσου καλά”.
Ίσως θυμήθηκε κάτι που δεν θα ξανακουστεί ποτέ.
Για εκείνη που δεν πρόλαβες να της πεις “ευχαριστώ”…
Μόνο να το γράψεις μπορείς.
Ή να το πεις στον αέρα.
Και να ελπίζεις ότι κάπου, όπως πάντα, θα σε ακούσει.