Όταν ζούσα μικρός στην Αλεξανδρούπολη, ούτε με ενδιέφεραν ούτε με απασχολούσαν τα παλιά της κτίρια. Πιο πολύ μου κέντριζαν την προσοχή τα τρένα, τα αεροπλάνα και οι κήποι με τις τριανταφυλλιές. Η Ελλάδα ήταν Ελλάδα, η Τουρκία δεν υπήρχε στον χάρτη (βουνά και κάμποι, πόλεις και χωριά σταματούσαν στον ποταμό Έβρο και στη θέση της Τουρκίας υπήρχε ένα βεραμάν κενό). Εννοείται πως οι παππούδες μας, πρόσφυγες και αυτοί, δεν ήθελαν να μιλήσουν για το οθωμανικό τους παρελθόν. Προσπαθούσαν να το ξεχάσουν και να αντιμετωπίσουν τα νέα δεδομένα. Κάπως ακαθόριστα ξέραμε λοιπόν ότι πριν από εμάς κατοικούσαν στον τόπο μας και Οθωμανοί, που για κάποιο λόγο είχαν φύγει. Μεγαλώσαμε με παρελάσεις και στρατιωτικά εμβατήρια. Ωραία ήταν όμως.
Άρχισα να υποψιάζομαι, έφηβος πια και λίγο αργότερα, τι είχε συμβεί στην πραγματικότητα και ποια ήταν η τοπογραφία της πόλης, αλλά ήδη από την εποχή της χούντας –λίγο πιο πριν, λίγο πιο μετά– τα πιο αξιόλογα κτίρια είχαν ήδη γκρεμιστεί. Ήταν η εποχή της εργολαβίας και της ανοικοδόμησης με κάθε τίμημα.
Το δημιουργικό πείσμα των Ακριτών
Έτσι, όταν μου ζητήθηκε να γράψω για τα κτίρια της πόλης για την έκδοση που κρατάτε στα χέρια σας, στην αρχή αισθάνθηκα ότι θα προσπαθούσα να βγάλω από τη μύγα ξίγκι. Ψάχνοντας όμως λίγο, είδα ότι έχουν μείνει αρκετά που αξίζουν τον κόπο και άρχισα να τα κατατάσσω κάπως και στο μυαλό μου: παλιά και καινούργια, γκρεμισμένα και όρθια. Ήταν μια προσπάθεια να δομήσω μια μνήμη από ανάκατες εικόνες και οικογενειακές φωτογραφίες.
Θα χώριζα τα κτίρια της Αλεξανδρούπολης σε δύο κατηγορίες: τα πριν και τα μετά την απελευθέρωση. Ιδιαίτερη αρχιτεκτονική αξία έχει μια αρκετά σημαντική ομάδα κτιρίων και λατρευτικών χώρων που ανήκουν στην εποχή της transition, δηλαδή στη μεταβατική χρονική περίοδο που ξεκινά από το Τανζιμάτ (1839-1876), την απόπειρα εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με μια σειρά από νόμους και παροχή ελευθεριών, και τελειώνει με την πτώση της και την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Εκκλησίες και εκπαιδευτήρια
Πάντα η αφετηρία μου είναι ο Άγιος Νικόλαος, η μητρόπολη, που είναι και η εκκλησία της οικογένειάς μου, με προσκύνημα στην αγαπημένη μου Παναγία, την Παναγία την Τρυφώτισσα, που «κατοικεί» στον ναό. Την ανάγλυφη εικόνα του 13ου αιώνα έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από την Αίνο. Αντιπροσωπευτικό δείγμα της μετά Τανζιμάτ αρχιτεκτονικής των ναών, ο Άγιος Νικόλαος εγκαινιάζεται το 1901, όταν, μεταξύ των άλλων ελευθεριών που παραχωρούνται στους υπηκόους της αυτοκρατορίας, επιτρέπεται και η ανέγερση εκκλησιών με τρούλο. Αν και κακοποιημένος από τη διακοσμητική παρέμβαση των κατά καιρούς υπευθύνων, ο ναός παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον –το τέμπλο ευτυχώς σώζεται ατόφιο–, γιατί αντανακλά το γούστο και την αισθητική που επικρατούσε στην άρχουσα τάξη των Ελλήνων της εποχής. Δεν πρέπει να λησμονούμε εξάλλου ότι η Αλεξανδρούπολη –τότε Δεδέαγατς– ανήκε πολιτισμικά στην ευρύτερη περιφέρεια της πρωτεύουσας Κωνσταντινούπολης.
Στο ίδιο πνεύμα, fin de siècle δηλαδή και ταυτόχρονα αρχή του τέλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι η Λεονταρίδειος Σχολή Αρρένων. Εγκαινιάζεται το 1909, δίπλα στον Άγιο Νικόλαο, και σήμερα στεγάζει το εξαιρετικά πλούσιο σε εκθέματα Εκκλησιαστικό Μουσείο. Ο όψιμος νεοκλασικισμός του κτιρίου, με τα αγάλματα των εννέα μουσών να κοσμούν την πρόσοψή του, είναι το αρχιτεκτονικό στιλ που υποστηρίζει το ιδεολόγημα του νέου ελληνικού κράτους: την ιστορική συνέχεια της καταγωγής των σύγχρονων Ελλήνων από τους αρχαίους.
Η ανέγερση της Ζαριφείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας ξεκίνησε επίσης τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για τη στέγαση ναυτικής σχολής. Εγκαταλείφθηκε μισοχτισμένη από τους Οθωμανούς, όταν αυτοί αποχώρησαν, και ολοκληρώθηκε τη δεκαετία του 1930 με χορηγία του ιδρύματος του Κωνσταντινουπολίτη τραπεζίτη και εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Ζαρίφη. Το αρχιτεκτονικό στιλ εδώ είναι όψιμο αυτοκρατορικό, προσαρμοσμένο στη νεοκλασική αισθητική που μεσουρανούσε ακόμη στην ελληνική περιφέρεια. Είχε έναν μικρό κήπο και μια λιμνούλα με χρυσόψαρα, πεδίο καταφυγής μου όταν ήμουν παιδί, που δυστυχώς εδώ και χρόνια έχει αποψιλωθεί.
Η βασιλική του Αγίου Ιωσήφ ανάγεται χρονικά στην ίδια περίοδο με τη μητρόπολη του Αγίου Νικολάου. Καθολική εκκλησία, εγκαινιάζεται το 1901 και είναι χτισμένη με τη χαρακτηριστική πέτρα της περιοχής, μια όμορφη βαθιά ώχρα, που η όψη της παραμένει ακέραια και σε άριστη κατάσταση. Παλαιότερος ναός της πόλης είναι η αρμένικη εκκλησία (1876), μια μικρή βασιλική αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο (Σουρπ Καραμπέτ). Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μικρό συγκρότημα με μια εκπληκτική πέτρινη κρήνη και δύο καταστήματα που ανήκουν στον ναό.
Λίγο πιο πάνω, το παλιό νοσοκομείο εγκαινιάστηκε το 1895 από τον Αλή Μπέη, τον Οθωμανό άρχοντα της περιοχής. Χρησιμοποιήθηκε στην αρχή σαν νοσοκομείο για τον οθωμανικό πληθυσμό και στη συνέχεια σαν οθωμανικό εκπαιδευτήριο. Με την απελευθέρωση, λειτούργησε πάλι ως νοσοκομείο μέχρι το 1975 και μετά από περιπέτειες εγκατάλειψης (έως το 2002 φιλοξένησε σχολή νοσηλευτικής, αλλά το κτίριο ήταν σε κακή κατάσταση) τώρα πια στεγάζει το Μουσικό Σχολείο Αλεξανδρούπολης. Ευτυχώς η αποκατάσταση, τουλάχιστον εξωτερικά, μου φαίνεται επιτυχής και δίνει μια ιδέα για την ατμόσφαιρα της πόλης στο γύρισμα του αιώνα. Θυμάμαι μια Κυριακή, παιδί ακόμη, αποχαιρέτισα εδώ τη γιαγιά μου, σε ένα γωνιακό δωμάτιο γεμάτο φως.
Βιομηχανική ιστορία και δύο δρόμοι
Ένα επίσης ενδιαφέρον κτίριο που σώζεται αποκατεστημένο είναι το καπνομάγαζο, όπου σήμερα λειτουργούν η Δημοτική Βιβλιοθήκη και ένα κυλικείο. Αρχικά χτίστηκε ως σχολείο για τα παιδιά της καθολικής κοινότητας, εγκαινιάστηκε το 1895 και καταστράφηκε από φωτιά το 1904. Στα ερείπιά του θα βρουν καταφύγιο οι πρώτοι πρόσφυγες το 1922, ενώ το 1923 αγοράζεται από την Compagnie Générale des Tabacs και οικοδομείται ξανά, για να χρησιμοποιηθεί ως χώρος αποθήκευσης και επεξεργασίας καπνών –εξ ου και καπνομάγαζο–, μέχρι το 1940 που κηρύσσεται ο πόλεμος.
Άλλο ένα άξιο προσοχής βιομηχανικό κτίριο είναι ο μύλος του Μασούρα, χτισμένος αρκετά μετά, την εποχή της ελληνικής ανοικοδόμησης (1930), για τις ανάγκες επεξεργασίας των σιτηρών της ενδοχώρας. Κιβωτιόσχημος, έχει την αρχιτεκτονική στιβαρότητα των κτιρίων της εποχής. Ανήκει πλέον στον Δήμο Αλεξανδρούπολης και έχει αποκατασταθεί με πολύ γούστο.
Στην ίδια εποχή ανήκει και ένα άλλο δημόσιο κτίριο, πολύ ιδιαίτερο για μένα, που προς το παρόν έχει σωθεί από τη δημοτική «αξιοποίηση». Είναι το παλιό υδραγωγείο και ο περιβάλλων χώρος, η «μάνα του νερού», όπως το λένε οι ντόπιοι. Γοητευτικό μέσα στην εγκατάλειψή του, χτίστηκε το 1930 από τον τότε δήμαρχο Κωνσταντίνο Αλτιναλμάζη. Την εποχή που ήμουν παιδί, βρισκόταν ακόμη εκτός πόλεως, μέσα στους αγρούς, και πηγαίναμε εκεί για να πιάσουμε τον Μάη. Τώρα περιστοιχίζεται από πολυκατοικίες.
Επίσης τη δεκαετία του 1930, επί υπουργού Παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου, χτίζεται από τσιμέντο το πρώτο δημοτικό σχολείο για τα παιδιά της παρακείμενης προσφυγικής συνοικίας. Δείγμα εκλεκτικιστικής νεοκλασικίζουσας αρχιτεκτονικής, διατηρείται σε καλή κατάσταση.
Ο νέος σιδηροδρομικός σταθμός εγκαινιάζεται το 1955, την εποχή της ανοικοδόμησης της κατεστραμμένης από τον πόλεμο και τον εμφύλιο χώρας. Έχει ένα πολύ ενδιαφέρον στέγαστρο για τα τρένα. Σώζεται σε καλή κατάσταση και είναι ακόμη ενεργός.
Η οδός Άβαντος, που συνδέει την πόλη με το γειτονικό χωριό Άβαντα, διατηρεί το άρωμα του παρελθόντος. Θεωρείται υποβαθμισμένη περιοχή, επειδή προς το τέλος του δρόμου βρίσκεται ο μαχαλάς, η γειτονιά των Ρομά μουσουλμάνων. Με μαγεύει το γεγονός ότι σε κάποιο σημείο της οδού βρίσκονται ακόμη παρκαρισμένα τα τελευταία μόνιππα της πόλης – εκτός λειτουργίας πια.
Η πιο ωραία μικρή λαϊκή αγορά γίνεται κάθε Σάββατο στην Εθνικής Αντίστασης, στην πρώην συνοικία Αλή Μπέη. Εδώ έρχονται προς πώληση τα προϊόντα των παραγωγών από τα γύρω χωριά. Δύο καφενεία φιλοξενούν τα συμβούλια των γερόντων που επιθεωρούν την αγοραστική κίνηση, αλλά το extra bonus της γειτονιάς είναι το σπίτι του μπαμπουίνου, στην οδό Πατριάρχου Κυρίλλου, δίπλα στην αγορά. Εγκαταλελειμμένο πια, χρονολογείται από τη δεκαετία του 1960 και ανήκε στον λαϊκό καλλιτέχνη Τηλέμαχο Δημουλά (1921-2017). Στον χορταριασμένο κήπο του υπάρχουν ακόμη τα εμπνευσμένα από τα κόμικς και τα παραμύθια πολύχρωμα γλυπτά του. Ανάμεσά τους και ένας σοφός μπαμπουίνος που εποπτεύει την αυλή.
Αλλά μια και σας μιλώ για σπίτια, το τελευταίο που σώζεται από τον παλιό κόσμο, ομολογουμένως σε κακή κατάσταση, είναι αυτό της Κατίνας Πέτροβιτς στις γραμμές του τρένου στη συνοικία των Καραγατσιανών. Είναι ξύλινο, με τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική που έχτιζαν τα σπίτια τους οι πρόσφυγες από την Αδριανούπολη, ανάμεσά τους και η οικογένειά μου. Υπάρχει και ένα δεύτερο, σε πιο κεντρικό σημείο. Πρόκειται για το σπίτι της Αντουανέτας, που ανήκει πια στον δήμο, αλλά του έχει γίνει πολύ κακή αποκατάσταση.
Ο Φάρος, τέλος, το σήμα κατατεθέν της πόλης, δεσπόζει ακόμη στην παραλιακή λεωφόρο. Είναι ένα ακόμα κτίριο της Οθωμανικής εποχής, ένας πύργος από αρμολογημένη πέτρα που είχε στην κορυφή έναν πολύ σοφιστικέ για την εποχή του περιστρεφόμενο μηχανισμό. Ήταν ένα σύμπλεγμα από κρύσταλλα και κάτοπτρα, που δούλευε με ασετυλίνη. Εγκαινιάστηκε το 1880, αρχικά για τις ανάγκες του μικρού λιμανιού που δημιουργήθηκε το 1870 και για τις ανάγκες της ναυσιπλοΐας από και προς τον Ελλήσποντο. Λειτουργεί από τότε αδιάκοπα.
Φεύγω πάντα από την πόλη αποχαιρετώντας τους δικούς μου στο Α΄ Κοιμητήριο Αλεξανδρούπολης. Τελευταία κατοικία του παλιού κόσμου που έχει χαθεί οριστικά…
Πηγή: kathimerini