Η δίκη οδεύει στην τελική φάση της στις 26 Απριλίου, με την πρόταση της εισαγγελέως, τις αγορεύσεις των συνηγόρων και την ανακοίνωση της απόφασης. Σημεία της απολογίας της πρώτης κατηγορούμενης
Με τις απολογίες των 4 κατηγορουμένων συνεχίστηκε τη Δευτέρα 3 Απριλίου στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης η δίκη για τον θάνατο της 37χρονης Δέσποινας Καραγεωργίου και του αγέννητου μωρού της τον Απρίλιο του 2021 στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης.
Η επόμενη δικάσιμος ορίστηκε για την Τετάρτη 26 Απριλίου, οπότε και θα δοθεί αρχικά ο λόγος στην Εισαγγελέα προκειμένου να αγορεύσει επί της ενοχής ή μη των κατηγορουμένων και εν συνεχεία στους συνηγόρους της πολιτικής αγωγής και στους συνηγόρους των κατηγορουμένων. Θα ακολουθήσει η ανακοίνωση της απόφασης από την Πρόεδρο.
Υπενθυμίζεται ότι στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθονται δύο γιατροί, η μία ειδική – υπεύθυνη βάρδιας και η άλλη ειδικευόμενη, και οι δύο μαιευτήρες – γυναικολόγοι, καθώς επίσης μία μαία και μία βοηθός νοσηλεύτριας. Οι κατηγορίες αναφέρουν ότι οι θάνατοι προκλήθηκαν από αμέλεια και παραλείψεις τους. Επιπλέον, η μαία κατηγορείται και για πλαστογραφία και παραποίηση εγγράφων.
Τη θλίψη της για την τραγική απώλεια της Δέσποινας Καραγεωργίου εξέφρασε η πρώτη κατηγορούμενη, ξεκινώντας την απολογία της, η οποία διήρκεσε περίπου 3,5 ώρες. Έκανε λόγο για ένα περιστατικό «που μας θλίβει όλους βαθιά». Όπως τόνισε, «θα σταθώ με απόλυτο σεβασμό στη μνήμη της θανούσας και τον πόνο των οικείων της. Θα μιλήσω με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας και την επιστημονική τεκμηρίωση».
Οι πρώτες ενέργειες το μοιραίο βράδυ
Αναφερθείσα στο βράδυ της 14ης Απριλίου 2021 και στην προσέλευσης της Δέσποινας Καραγεωργίου στα επείγοντα του νοσοκομείου, με κοιλιακό άλγος, σημείωσε ότι αρχικά, με τη μέθοδο της ψηλάφησης, εντόπισε μέγιστη ευαισθησία πόνου χαμηλά στο υπογάστριο και στις πλάγιες κοιλιακές χώρες. Εν συνεχεία, λίγο μετά τις 11, η ασθενής υπεβλήθη σε ενδελεχή μαιευτικό έλεγχο, με καρδιοτοκογράφημα, το οποίο ήταν απόλυτα φυσιολογικό, αφού δεν έδειξε ότι υπάρχουν πρόωρες συσπάσεις στη μήτρα ενώ και η καρδιακή συχνότητα του εμβρύου ήταν απολύτως φυσιολογική σε όλο το διάστημα της εξέτασης (20-25 λεπτά).
Έγινε ακόμη μαιευτικό υπερηχογράφημα, ελέγχθηκε το κεφαλάκι του εμβρύου, οι παλμοί, το αμνιακό υγρό, ο πλακούντας καθώς και το μήκος του τραχήλου της μήτρας που ήταν απολύτως φυσιολογικό, δηλαδή χωρίς διαστολή. Προέκυψε λοιπόν, τόσο από το καρδιοτοκογράφημα όσο και από τον υπέρηχο, ότι η γυναίκα δεν βρισκόταν σε εν εξελίξει τοκετό.
Η ασθενής ρωτήθηκε από την κατηγορούμενη για το ιστορικό της με την ουρολοίμωξη με την οποία είχε διαγνωστεί πριν 3 μέρες και για την αντιβίωση που λάμβανε από το στόμα, ενώ έγινε ενημέρωση και για τη σοβαρή επέμβαση αφαίρεσης αδενομυώματος στην οποία είχε υποβληθεί πριν μήνες.
Η πρώτη κατηγορούμενη ζήτησε να τοποθετηθεί φλεβοκαθετήρας και να ληφθούν τα ζωτικά σημεία της ασθενούς. Η ασθενής ήταν αιμοδυναμικα σταθερή, αφού πίεση και σφίξεις είχαν φυσιολογικές τιμές και ο παράγοντας επικινδυνότητας, σύμφωνα με δεδομένα που ακολουθούν οι μαιευτήρες παγκοσμίως, αναφορικά με την εικόνα κάθε περιστατικού, ως τις 2 το πρωί, ήταν μηδέν. Επιπλέον, οι εργαστηριακές εξετάσεις δεν έδειξαν κανένα παθολογικό εύρημα.
Στη συνέχεια ενημέρωσε την ασθενή και τον σύζυγό της ότι πρέπει να γίνει εισαγωγή ώστε να τεθεί σε παρακολούθηση και να λάβει ενδοφλέβια αντιβίωση ευρέως φάσματος καθώς η ουρολοίμωξη εμφάνιζε επιδείνωση.
Έγινε νέος μαιευτικός υπέρηχος με φυσιολογικά ευρήματα και ακολουθούσε στη 1.30 η εισαγωγή της σε θάλαμο για ύποπτα περιστατικά covid, καθώς δεν είχε βγει ακόμη το αποτέλεσμα του μοριακού ελέγχου στον οποίο είχε υποβληθεί.
Δόθηκαν σαφείς ιατρικές οδηγίες, όπως είπε, από την ίδια προς το νοσηλευτικό προσωπικό που θα κάλυπταν όλα τα πιθανά διαφοροδιαγνωστικά σενάρια, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του ιστορικού. Μεταξύ άλλων, δόθηκε η εντολή για παρακολούθηση ζωτικών σημείων ανά τρεις ώρες, συχνότητα που είναι 4 φορές μεγαλύτερη από το 12ωρο που συνίσταται σε φυσιολογικές περιπτώσεις ασθενών, όπως είπε η ίδια.
Από τις 2.15 ως τις 6.22 που ειδοποιήθηκε ήταν στο γραφείο της στη μαιευτική που απείχε 1.5 λεπτό από το θάλαμο της θανούσας. Όπως είπε, δεν ειδοποιήθηκε ποτέ για την επιδείνωση της κατάστασης της ασθενούς κατά το κρίσιμο διάστημα, το οποίο προσδιόρισε μεταξύ 3 και 5 το πρωί. Όταν ειδοποιήθηκε και πήγε στο θάλαμο η ασθενής ήταν ήδη νεκρή. Αμέσως κλήθηκαν αναισθησιολόγος, καρδιολόγοι, νευρολόγοι, ενώ ο διευθυντής της κλινικής ειδοποιήθηκε στις 6.40.
Όπως είπε η πρώτη κατηγορούμενη, αρχικά, δεν γνώριζε για πόσο διάστημα μπορεί να ήταν η Δέσποινα σε αυτή κατάσταση ούτε τα αιτία. Η πρώτη ένδειξη ότι η ασθενής είχε περιέλθει σε αυτή την κατάσταση, εξαιτίας αιμορραγίας, ήταν στις 7 το πρωί όταν η αναισθησιολόγος πήρε αέριο αίματος από το οποίο και προέκυψε ότι ο αιμαοτοκρίτης είχε πέσει στο 16.
Οδηγήθηκε στο χειρουργείο όπου διαπιστώθηκε η ρήξη μήτρας και το νεκρό έμβρυο. Οι προσπάθειες για καρδιακή αναζωογόνηση της μητέρας έληξαν δίχως αποτέλεσμα στις 8.25 το πρωί.
Για τις αμέλειες που της καταλογίζονται
Αναφορικά με τις αμέλειες που της καταλογίζονται και τη μη ορθή επαρκή αξιολόγηση της επέμβασης που είχε υποβληθεί και που όπως είπε σπάνια οδηγεί σε ρήξη μήτρας, η πρώτη κατηγορούμενη υποστήριξε ότι σαφώς λήφθηκε υπόψη το χειρουργικό ιστορικό καθώς και όλο το ατομικό ιστορικό και αξιολογήθηκαν όλοι οι προδιαθεσικοί παράγοντες.
Αναφέρθηκε εκτενώς στις καταθέσεις μαρτύρων του κατηγορητηρίου, κυρίως γιατρών, που είχαν αμφισβητήσει τον τρόπο αντιμετώπισης του περιστατικού από την ίδια, υπερασπιζόμενη την ορθότητα των αποφάσεών της. Πάνω σε αυτό σημείωσε πως πουθενά δεν μπαίνει μία έγκυος εκτός τοκετού σε διαρκές καρδιοτοκογράφημα, αντίθετα παρακολουθούνται τακτικά τα ζωικά της σημεία, όπως και έγινε κατά τη νοσηλεία της.
Σε ό,τι αφορά το αν η συγκεκριμένη χειρουργική επέμβαση αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα για ρήξη μήτρας, σημείωσε πως σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, από τις 100 γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε αυτό το χειρουργείο, οι 96 με 98 δεν κάνουν ρήξη μήτρας. Σημείωσε ακόμη πως όπως έγινε σαφές κατά την ακροαματική διαδικασία, ρήξη μήτρας σημαίνει αιμορραγία, η οποία εκδηλώνεται με μείωση της πίεσης και αύξηση των σφίξεων. Κατά τη διάρκεια της δικής της διερεύνησης του περιστατικού, από τις 11 ως τη 1.30 που έγινε η εισαγωγή, ουδέποτε προέκυψε κάποιο παθολογικό εύρημα που να συνάδει με ρήξη μήτρας. Παρ’ όλα αυτά, τόνισε, δόθηκαν όλες οι οδηγίες που θα κάλυπταν κάθε διαφοροδιαγνωστικό σενάριο.
Για τη διάγνωση της ουρολοίμωξης αναφέρθηκε αναλυτικά στους φυσιολογικούς δείκτες και στους μη φυσιολογικούς που προέκυψαν από τις εξετάσεις της Δέσποινας Καραγεωργίου. Σημείωσε πως δεν είναι επιστημονικά ορθό να προβεί ένας γιατρός σε πρόωρο τοκετό, προκειμένου να προλάβει μία ενδεχόμενη ρήξη μήτρας, όπως είχε καταθέσει σχετικά γυναικολόγος. Όπως είπε χαρακτηριστικά, αν είχε κάνει κάτι τέτοιο και υπήρχε κάποια επιπλοκή με αποτέλεσμα τον θάνατο της μητέρας, τότε η ίδια θα ήταν και πάλι κατηγορούμενη, αυτή τη φορά επειδή θα είχε αγνοήσει τα φυσιολογικά αντικειμενικά ευρήματα.
Για τους έντονους πόνους
Αναφορικά με τα λεγόμενα «θορυβώδη συμπτώματα», τον έντονο πόνο από τον οποίο σφάδαζε όπως είπαν αρκετοί μάρτυρες, την ωχρή όψη, τον ιδρώτα, η κατηγορούμενη σημείωσε πως ο πόνος είναι άκρως υποκειμενικός, είναι ένα μη ειδικό σύμπτωμα και αποτελεί θέμα αντίληψης του καθένα. Τόνισε πως ωχρότητα εμφανίζει κάθε έγκυος (υπάρχει και επιστημονική ορολογία) ενώ η εφίδρωση αποτελεί εύρημα στο οποίο συντελούν πολλοί παράγοντες. «Αρνούμαι την έντονη κλινική εικόνα όπως την περιγράφουν» ανέφερε χαρακτηριστικά για όσους δεν ήταν παρόντες, ενώ για τους οικείους της ασθενούς που ήταν παρόντες, σημείωσε πως αναμφίβολα ο πόνος τους θολώνει τους ορίζοντες και ίσως βλέπουν λίγο διαφορετικά κάποια πράγματα. Ανέφερε πως ο πόνος που περιέγραψαν κάποιοι μάρτυρες δεν αντικατοπτρίζονταν στα αντικειμενικά ευρήματα των εξετάσεων. Επισήμανε ακόμη πως με το παυσίπονο που της δόθηκε με την εισαγωγή της ο πόνος υφέθηκε και πως αν επρόκειτο για ρήξη μήτρας αυτό δεν θα είχε συμβεί. Σημείωσε επίσης ότι κατά τον υπέρηχο του ουροποιητικού δεν υπήρξε καμία αναφορά ότι δεν κατέστη εφικτή η εξέταση λόγω έντονου άλγους της ασθενούς, όπως έχει γίνει σε άλλες περιπτώσεις στις οποίες ενδεικτικά αναφέρθηκε.
Για όσα ειπώθηκαν στην ακροαματική διαδικασία
Η γιατρός σημείωσε πως ο διευθυντής της κλινικής κατέθεσε ότι ο ειδικός εφημερίας, δηλαδή η ίδια, θα έπρεπε να καθορίσει την κατανομή των άλλων ειδικευόμενων στη βάρδια, ενώ με έγγραφα που προσκόμισε υποστήριξε πως αρμόδιος γι’ αυτό είναι ο διευθυντής της κλινικής, για τον οποίο εκτίμησε ότι προσπαθεί να αποτινάξει οποιαδήποτε ευθύνη. Αναφορικά με την κατάθεση του διοικητή του ΠΓΝΑ, ο οποίος είπε ότι θα μπορούσε η ειδική γιατρός να επιτρέψει να μείνει ο σύζυγος ως συνοδός στο θάλαμο, κατ’ εξαίρεση λόγω covid, αφού εκτίμησε ότι θα είχε μικρή σημασία η παρουσία του συζύγου στο θάλαμο, παρουσίασε σχετικό έγγραφο σύμφωνα με το οποίο, για μία τέτοια απόφαση μόνος αρμόδιος είναι ο διευθυντής της κλινικής.
Για τα χαλασμένα μηχανήματα (υπέρηχος, καρδιοτοκογράφος) των ΤΕΠ για τα οποία έκαναν λόγο στις καταθέσεις τους γιατροί της κλινικής, σημείωσε πως δεν τεκμηριώνεται από πουθενά ότι τα μηχανήματα είχαν πρόβλημα αφού η ασθενής εξετάστηκε χωρίς προβλήματα σε αυτά.
Για το κρίσιμο δίωρο 3 με 5
Αναφορικά με όσα αναφέρθηκαν στην ακροαματική διαδικασία για το ότι οι άλλες τρεις κατηγορούμενες δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι αν δεν ενημερώνονταν πρώτα η ίδια, η πρώτη κατηγορούμενη υποστήριξε ότι τελικώς εκείνες αυτενέργησαν και δεν ακολούθησαν τις οδηγίες της, παρά το γεγονός ότι η ίδια τις εμπιστεύτηκε, αφού μέχρι τότε είχαν πολύ καλή συνεργασία. Όπως είπε, δεν της δόθηκε η δυνατότητα να παρέμβει και να κριθεί, όταν η ασθενής κατέστη αιμοδυναμικά ασταθής. Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι 4 η ώρα της χορηγήθηκε οξυγόνο χωρίς να υπάρχει τέτοια οδηγία, διερωτώμενη ποιος το αποφάσισε. Οι σφίξεις είχαν αυξηθεί σε πολύ ανησυχητικό βαθμό και σύμφωνα με τα δεδομένα ο δείκτης επικινδυνότητας από το 0 είχε πάει στο 2.
«Δεν ξέρω γιατί δεν με κάλεσαν όπως είχε ζητηθεί, το αναρωτιέμαι κάθε μέρα…. Δεν μπορώ να βρω μία λογική εξήγηση», είπε χαρακτηριστικά.
Ερωτηθείσα για ποιο λόγο από τις 2 ως τις 6 δεν πήγε να δει την ασθενή, σημείωσε ότι ο ειδικός δεν υποκαθιστά το νοσηλευτικό προσωπικό και πως επιλαμβάνεται μόνο όταν ενημερωθεί ότι κάτι έχει συμβεί. Επισήμανε ότι κατά την ακροαματική διαδικασία, όλες οι πλευρές απέφυγαν να σταθούν στο κρίσιμο σημείο μεταξύ 3 και 5 το πρωί και προτίμησαν να σταθούν στα θορυβώδη συμπτώματα και να παραγνωρίσουν τα αντικειμενικά ευρήματα, προβαίνοντας, όπως είπε σε σωρεία αντιεπιστημονικών ισχυρισμών. Τόνισε πως έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στην κρίση του δικαστηρίου για την απόδοση δικαιοσύνης και την ανάδειξη της αλήθειας, υπογραμμίζοντας πως η κοινωνία δεν έχει ανάγκη από φοβισμένους γιατρούς, αλλά από καταρτισμένους γιατρούς.
Πηγή: gnomionline.gr