Τα Κοκκινάπιδα της Σαμοθράκης πριν κάποια χρόνια ήταν το “χρυσάφι” της Σαμοθράκης … Ίσως ποιος ξέρει μπορεί και να είναι τα τελευταία …
Το χρυσάφι του νησιού πριν κάποια χρόνια, ήταν ένα από τα σπουδαία εξαγώγιμα προϊόντα του τόπου, παράλληλα όμως κι από τα καλύτερα φρούτα του Καλοκαιριού μα και του Χειμώνα αποξηραμένα.
Σήμερα ελάχιστα δένδρα απιδιάς έχουν απομείνει κι αυτά γέρικα.
Παλαιότερα οι απιδιές ήταν διάσπαρτες σ΄ όλο το νησί .
Μπολιάζονταν πάνω σε αγριαχλαδιές-γκορτσιές (αχλαδιές τις λέμε στο νησί, αυτές με τα αγκάθια κι όταν λέμε πάτησα ένα “αχλάδ” ο ντόπιος ξέρει, αγκάθι αχλαδιάς, πολύ οδυνηρό).
Στα Πεζούλια και στην περιοχή της Παχιάς Άμμου υπήρχε ο μεγαλύτερος αριθμός δένδρων , αλλά και στον Όχτο , διάσπαρτα επίσης σε πολλά μέρη του νησιού , αλλά και μέσα στα περβόλια των οικισμών .
Απαραίτητη η ύπαρξη απιδιάς ήταν και στα αμπέλια , αλλά και στα περισσότερα χωράφια που εκτός από τον πολύτιμο καρπό της προσέφερε την πυκνή και δροσερή σκιά της στους θεριστάδες και στους ξωμάχους.
Στις Απιδιές της Σαμοθράκης κυριαρχούσαν οι Κοκκιναπιδιές, υπήρχε όμως κι άλλη μια ποικιλία εξίσου αξιόλογη αυτή της “Αξαπιδιάς” .
Εκτός από τα είδη που αναφέρθηκαν υπήρχαν κι άλλα σε μικρότερους αριθμούς δένδρων , όπως αυτά της “απίδας” , αλλά και τα κρυστάλλια αργότερα.
Τα Κοκκινάπιδα μικρά μεν , αλλά είναι μέλι με ιδιαίτερο άρωμα.
Πράσινα αρχικά, φτάνοντας στην ωρίμανση η μια πλευρά τους παίρνει κόκκινο χρώμα και κιτρινοπράσινο το υπόλοιπο. Όταν παραωριμάσει γίνεται σκούρο καφετί (μαύρα τα ΄λεγαν και ήταν για “μπλέντα” και για τους γέρους).
Ωριμάζουν αρχές Ιουλίου.
Στα μέσα Ιουνίου, αρκετά πριν ωριμάσουν, συνήθιζαν να κάνουν βραστά για να μαλακώσουν . Ακόμα κι έτσι ήταν υπέροχα .
Τα Αξάπιδα, μικρά κι αυτά με κιτρινωπό χρώμα σαν ωριμάσουν , έχουν υπέροχη γεύση και μοσχοβολούν . Ωριμάζουν αργότερα από τα Κοκκινάπιδα , μέσα στον Αύγουστο σχεδόν.
Οι Αξαπιδιέςι ήταν πολύ λιγότερες από τις Κοκκιναπιδιές .
Τα Κοκκινάπιδα ήταν παράλληλα εξαγώγιμο προϊόν. Τα μάζευαν αγουρωπά και με τ’ άλογα τα μετέφεραν και τα παρέδιδαν στον έμπορο ή στον καραβοκύρη, ντόπιο ή ξένο, συνήθως στις Μακρυλιές.
Εκεί ζυγίζονταν : «Πενήντα στο καντάρ , τριάντα στο δευτέρ» διαλαλούσε ο έμπορος , κι ο αφελής πωλητής συναινώντας : « Έεε ! πσιάκ η καπιτάνιους , λέγου κι άα συ γιλασ’ » .
(σε ελεύθερη απόδοση : «Άαα ,αυτός ο καπετάνιος είναι εξαιρετικός άνθρωπος και δεν υπάρχει περίπτωση να σε κοροϊδέψει» .
Ήταν ο τρόπος που ο έμπορος έκλεβε στο ζύγι και μάλιστα φωναχτά …
Από τα ευτράπελα που λάμβαναν χώρα .
Όσο για πλερωμή; Αυτή εν καιρώ, έδιναν όμως ένα χαρτάκι που έγραφε τις οκάδες που παρέδιδαν και μάλιστα υπογεγραμμένο !
Από την ακροθαλασσιά που σωροί σηκώνονταν τ’ απίδια, με βάρκες φορτώνονταν στ’ αμπάρια των καϊκιών που περίμεναν αρόδο .
Πήγαιναν Λήμνο, Καβάλα, Αλεξανδρούπολη κι αλλού και σαν ξεπουλούσαν τα καΐκια επέστρεφαν φορτωμένα με διάφορα προϊόντα, καρπούζια Κεραμωτής, κρασιά, τσίπουρο Λήμνου κλπ , μα και με τους παράδες για να πλερωθούν οι παραγωγοί .
Δεν ήταν όμως λίγες οι φορές που αντί να πληρωθούν , πλήρωναν τους καραβοκύρηδες, αφού τα υπερτιμημένα προϊόντα που έπαιρναν απ’ αυτούς κόστιζαν περισσότερα από τ’ απίδια που είχαν παραδώσει .
Ακόμα, υπήρχαν περιπτώσεις που οι εμπορευάμενοι καραβοκύρηδες – έμποροι ήταν ξωμερίτες και δεν επέστρεφαν ποτέ, έτσι οι παραδώσαντες απίδια σ’ αυτούς για μια καλύτερη τιμή, έμεναν με το χαρτάκι στο χέρι περιμένοντας κι αγναντεύοντας το πέλαγος.
Τα απίδια αυτά καθώς και άλλα φρούτα γίνονταν και αποξηραμένα .
Η διαδικασία της αποξήρανσης ήταν αρκετά κοπιαστική .
Αφού συλλέγονταν σχίζονταν στη μέση κι απλώνονταν συνήθως πάνω σε ψιλό, καθαρό χαλίκι (ποταμίσιο), στον ήλιο για 5-6 μέρες, στη διάρκεια των οποίων έπρεπε να τα γυρίσουν 2 – 3 φορές.
Αφού ξεραίνονταν φυλάσσονταν σε πάνινα σακιά και τον Σεπτέμβριο , με χασοφεγγαριά , τα ζεματούσαν. Δηλαδή ,τα βουτούσαν για λίγο σε καζάνι με καυτό νερό για να γίνει κάθε είδους απολύμανση.
Στη Συνέχεια απλώνονταν πάλι στον ήλιο, πάνω σε καθαρά σεντόνια για να στεγνώσουν, σκεπασμένα φυσικά .
Με το ζουμί του ζεματίσματος έφτιαχναν την “μπλέντα”, είδος μουσταλευριάς , κάτι σαν κρέμα και τις μουστολαμπάδες με τα καρύδια .
Ας σημειωθεί ότι η κομπόστα των αποξηραμένων αποτελούσε ένα εξαιρετικό επιδόρπιο τον χειμώνα .
Αυτά λοιπόν για τις κοκκιναπιδιές της Σαμοθράκης που κάποτε στόλιζαν το νησί, αλλά παράλληλα έτρεφαν και βιοπορούσαν τον φτωχό κοσμάκη.
Ίσως είναι καιρός να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας για την χλωρίδα και το φυσικό περιβάλλον του τόπου μας, να το διαφυλάξουμε, να το προστατέψουμε και να επανορθώσουμε όποια λάθη.
Διαφορετικά, θα μας μείνουν μόνο κάποιες φωτογραφίες και θα νοσταλγούμε τον παλιό εκείνο τον καιρό .
Ανδρέας Σελήσιος