23 Νοεμβρίου 2024

Θρακιώτισσες ανακαλούν με δάκρυα μνήμες του ελληνοϊταλικού πολέμου

Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ξεκινά. Μανάδες αποχαιρετούν τους γιους τους, νέες κοπέλες τους αρραβωνιαστικούς ή τους άντρες τους, μικρά παιδιά τους γονείς τους. Οι στρατιώτες φεύγουν για το μέτωπο και οι γυναίκες μένουν πίσω και βοηθούν με κάθε τρόπο. Πλέκουν φανέλες, γράφουν γράμματα για να τους στηρίξουν και οι πιο γενναίες κουβαλούν πολεμοφόδια και τραυματίες. Ο ενθουσιασμός και φόβος πηγαίνουν πλάι-πλάι, καταλαμβάνοντας χώρο ανάλογα με τις συνθήκες, πότε ο ένας και πότε ο άλλος.

Όμως, τί πάει να πει πόλεμος; Πώς ηχεί στα αυτιά των νεαρών κοριτσιών και τί θα σημάνει για τη ζωή τους;

«Θυμάμαι που πήγαμε στο σχολείο με τις τσάντες και βγαίνει η καθηγήτρια μας λέει: παιδιά θα γυρίσετε στα σπίτια σας, έχουμε πόλεμο. Εμείς με τις τσάντες λέμε: πόλεμος, ζήτω ο πόλεμος (σ.σ. δεν καταλάβαιναν τόσο μικρά παιδιά τι θα πει πόλεμος)! Ήμασταν χαρούμενες. Και γυρίσαμε στα σπίτια. Αλλά από εκεί κι ύστερα αρχίζει το δράμα της ζωής μας…» διηγείται η Κομοτηναία Βάσω Λούπη-Μανούδη, γεννηθείσα το μακρινό 1929.

Κι αυτή είναι μόνο μία από τις πολλές ενδιαφέρουσες μαρτυρίες γυναικών που καταγράφει η εξαιρετική σειρά της ΕΡΤ «Οι μνήμες πέτρωσαν μέσα της», σε σκηνοθεσία-έρευνα Τάνιας Χατζηγεωργίου και έρευνα-σενάριο της Κομοτηναίας Ηλιάννας Σκουλή. Πρόκειται ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ τεσσάρων επεισοδίων της κρατικής τηλεόρασης, που καταγράφει και φέρνει στην επιφάνεια τις μνήμες καθημερινών γυναικών, τότε μικρών παιδιών, που έζησαν μια κατεχόμενη ζωή και επέζησαν της φρίκης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πάνω από 70 γυναίκες απ’ όλη την Ελλάδα, μερικές εκ των οποίων Θρακιώτισσες, «αφηγούνται πως αναγκάστηκαν σε μια τρυφερή ηλικία, να ωριμάσουν βίαια μέσα σε ένα βράδυ και να αντιμετωπίσουν τον πόλεμο, την πείνα, την κατοχή, την αντίσταση και την απελευθέρωση, με γενναιότητα, ψυχραιμία και ευστροφία. Άλλες δυναμικά, άλλες συνεσταλμένα, άλλες ακόμη φορτισμένες συναισθηματικά, οι γυναίκες αυτές θυμούνται πώς ο φόβος τους μετατράπηκε σε δύναμη και το παιχνίδι των ανέμελων παιδικών χρόνων έγινε ανάληψη καθήκοντος και ρόλος ενηλίκων» όπως αναφέρει η ΕΡΤ.

«Οι μαρτυρίες τους αποτελούν μικρές ψηφίδες που συνθέτουν το παλίμψηστο της μικροϊστορίας της Ελλάδας. Μιας ιστορίας βιωμένης μέσα από πολλαπλές ζωές… Οι μνήμες τους είναι πολύτιμες όχι μόνο γιατί είναι οι τελευταίες επιζήσασες μιας μαρτυρικής ιστορικής περιόδου, αλλά γιατί συνδιαμόρφωσαν, με λειψά συναισθήματα κι έναν λεηλατημένο ψυχικά κόσμο, μια νέα ζωή» σημειώνεται γλαφυρά.

Το ντοκιμαντέρ αποτελείται από τέσσερα αυτοτελή επεισόδια και εκτός από προσωπικές αφηγήσεις αξιοποιεί ανέκδοτες φωτογραφίες, video, έγγραφα μαρτυρίες και ακαδημαϊκές αναλύσεις.

Μνήμες πολέμου
Τη στιγμή κήρυξης του πολέμου ανακαλεί η Ιασμιώτισσα (1932) Γεωργία Παπαβασιλείου. «Είχαμε ραδιόφωνο αυτά τα μεγάλα που έλεγε τις ειδήσεις. Χτύπησε λυπημένα από μέσα και είπε: εδώ Αθήνα, κηρύσσεται ο πόλεμος εναντίον των Ιταλών» διηγείται και θυμάται: «είτε μουσουλμάνος ήταν είτε χριστιανός όλοι έφυγαν. Κι οι μουσουλμάνοι ήταν όλοι στον πόλεμο». «Παίζαμε κρυφτό, κορόιδο κι άλλα παιχνίδια στο δρόμο» θυμάται η επίσης Ιασμιώτισσα Ευαγγελία Λεχούδη Λεμονίδη (1932) για τις στιγμές που τους βρήκε ο πόλεμος.

Η γενική επιστράτευση δεν πτόησε το ηθικό των ανδρών στρατιωτών που έσπευσαν να πολεμήσουν, ανακαλεί η Εβρίτισσα Θεοδώρα Βουζίκα. «Στο χωριό μας, στην κοινότητα, υπήρχε μία μουριά κι εκεί πάνω είχαν ένα σίδερο στρογγυλό κι ο κλητήρας πήγαινε το χτυπούσε, μαζευόμασταν όλοι κι ακούγαμε τις ειδήσεις. Πήγαμε, ακούσαμε την είδηση ότι γίνεται επιστράτευση, γιατί οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο» διηγείται και θυμάται τα πρόσωπα των στρατιωτών που «κανένας δεν ήταν κατσουφιασμένος» ενώ σε αντιπαραβολή «οι συγγενείς γύρισαν όλοι κατσουφιασμένοι από τον σταθμό».

«Ακούγαμε τα αεροπλάνα και φεύγαμε οι καημένοι στα ρέματα να κρυφτούμε. Η μαμά μου τα λεφτά από το σπίτι τα είχε επάνω της σε μία τσέπη στο πουκάμισο» είναι τα λόγια της Καβαλιώτισσας Βαρβάρας Νικολαΐδου Πουρσαϊτίδου που θυμάται τον εαυτό της μικρό να πλέκει κάλτσες… με μικρές βελόνες, για να τις στείλουν στους στρατιώτες.

Εκείνη η Δευτέρα στο σχολείο δεν ήταν σαν τις άλλες, ανακαλεί η Δέσποινα Χατζηγεωργίου Μπαλόγλου, γεννημένη το 1930 στη Διομήδεια Ξάνθης. «Δευτέρα το πρωί εμείς πήραμε τις τσάντες μας και πήγαμε στο σχολείο. Η κυρία, θυμάμαι και το όνομά της -Κατινίτσα, μας περίμενε στη σκάλα. Παιδιά δεν θα κάνουμε σήμερα σχολείο, μας λέει, γιατί σήμερα έχουμε πόλεμο, ο ελληνικός στρατός πολεμάει την Ιταλία. Εκεί στεναχωρηθήκαμε κι αρχίζαμε να φωνάζουμε» διηγείται κι εκείνη με τη σειρά της θυμάται τον ανδρισμό με τον οποίο ανταποκρίθηκαν στη γενική επιστράτευση οι Έλληνες: «οι στρατιώτες έπαιρναν το τρένο με χαρά και δύναμη, έφευγαν να πολεμήσουν για την πατρίδα».

Ανδρεία όμως δεν σήμαινε κι έλλειψη φόβου, αλλά αυτό το συναίσθημα ξεπερνιόταν από το ιδανικό υπεράσπισης της πατρίδας. «Ο θείος μου ήρθε, μας αγκάλιασε και κλαίει με αναφιλητά. Μου έκανε πολύ εντύπωση ο θείος μου, νόμιζα… οι άντρες δεν κλαίνε» θυμάται η γεννηθείσα το 1933 Δραμινή Κυριακή Μήνδρου Δογραματζίδου.

Δίπλα στους στρατιώτες όμως υπήρχαν γονείς, γυναίκες, παιδιά, συγγενείς, που με συγκίνηση αποχαιρετούσαν τους άνδρες. «Όταν έγινε η επιστράτευση όλες οι γυναίκες με τα παιδιά στην πλατεία έκλαιγαν» είναι τα λόγια της Λεμονιάς Σακαλάκη Χατζηγεωργίου, Ξανθιώτισσας στην καταγωγή. Αλλά ακόμη και μετά τη νίκη των Ελλήνων στο μέτωπο, η μοίρα των στρατιωτών δεν ήταν εύκολη. «Ο παππούς κατέβηκε στην Αθήνα και με τα πόδια ήρθαν μέχρι την Ξάνθη» ανακαλεί τις μνήμες από τον παππού της που γύρισε από το μέτωπο ζωντανός.

Στο επόμενο επεισόδιο αναμένεται ακόμη περισσότερη… Θράκη, αφού είναι αφιερωμένο στη βάρβαρη Βουλγαροκρατία που βίωσαν οι Έλληνες της Θράκης και Ανατολικής Μακεδονίας.

 

Μοιραστείτε το

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ