Με αφορμή, για άλλη μια φορά, του γεγονότος ότι, υπάρχει απροθυμία εκδήλωσης ενδιαφέροντος από γιατρούς να στελεχώσουν τις θέσεις που προκηρύσσονται σε περιφερειακές ή νησιωτικές μονάδες υγείας, θα ήθελα να αποτυπώσω λίγες σκέψεις για το πρόβλημα αυτό που τείνει να γίνει εφιάλτης, όλων αυτών των ανθρώπων που μένουν στις περιοχές αυτές, απολαμβάνοντας δυστυχώς ελλιπείς παροχές υγείας και πολλοί από αυτούς αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε μεγάλα αστικά κέντρα γιατί έτσι αισθάνονται πιο ασφαλείς.
Η πολιτεία έχει επενδύσει συνολικά για την εκπαίδευση των γιατρών κατά μέσο όρο περίπου 250.000 ευρώ ανά γιατρό, από το δημοτικό σχολείο μέχρι τη στιγμή που θα είναι έτοιμοι για να παρέχουν πλήρεις υπηρεσίες προς το κοινωνικό σύνολο. Δυστυχώς, πάνω από 20.000 γιατροί έχουν φύγει από τη χώρα μας τα τελευταία 10 χρόνια.
Οι υπόλοιποι που μένουν στη χώρα, επιλέγουν να ασκήσουν την ιατρική στον ιδιωτικό τομέα, κυρίως με δικά τους ιατρεία.
Η μετανάστευση του υψηλά εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού της χώρας – εκτός των όσων συνεπάγεται για το σύστημα υγείας που πλέον αντιμετωπίζει σοβαρές ελλείψεις – έχει και μία σημαντική οικονομική παράμετρο.
Η χώρα μας έχει επενδύσει πάνω από 7 δισεκατομμύρια ευρώ, τα τελευταία χρόνια, για το επιστημονικό δυναμικό που αυτή την ώρα, αξιοποιείται από τα συστήματα υγείας, των άλλων χωρών. Ουσιαστικά δηλαδή, εκποίησε ένα σημαντικό κεφάλαιο, στο οποίο θα μπορούσε να είχε επενδύσει και να παράγει προστιθέμενη αξία.
Η φτωχή Ελλάδα επωμίζεται το μεγάλο κόστος εκπαίδευσής τους και τους παίρνουν έτοιμους, προς αξιοποίηση – εκμετάλλευση, οι πλούσιες χώρες του Βορρά. Ασφαλώς σε αυτήν την υπόθεση τον μεγαλύτερο «λογαριασμό», τον πληρώνει ο πολίτης, που και πληρώνει με τους φόρους του την εκπαίδευση των νέων γιατρών και βλέπει την χώρα του να ερημώνει από την υπηρεσία της ιατρικής φροντίδας.
Η ψαλίδα στις αποδοχές γιατρών σε Ελλάδα και εξωτερικό είναι τεράστια. Με εξαίρεση τη Βουλγαρία, οι αμοιβές στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι πολύ πάνω από τις ελληνικές. Παραδείγματος χάριν, στη Ρουμανία ο μισθός είναι 2,5 φορές πάνω, στη Μάλτα τρεις φορές και στη Γερμανία περίπου 4 φορές πάνω. Πέρα από τις χαμηλές αποδοχές, η σύγκριση και των άλλων παραμέτρων που διέπουν το επάγγελμα στο δημόσιο τομέα είναι απογοητευτική για τη χώρα μας.
Οι εξουθενωτικές συνθήκες εργασίας, οι υπερβολικές εφημερίες (μερικές φορές απλήρωτες), οι μετακινήσεις σε άλλα νοσοκομεία όταν υπάρχει ανάγκη, η δυσκολία να παράγει κανείς επιστημονικό έργο, η αδυναμία μετεκπαίδευσης, η έλλειψη συνεργατών, οι καυγάδες, οι απειλές και οι επιθέσεις από δύστροπους ασθενείς, κτλ αποτελούν αντικίνητρα για να επιλέξει κάποιος να ενταχθεί στο ΕΣΥ.
Ο τρόπος με τον οποίο προσπαθούμε να δελεάσουμε έναν νέο γιατρό να εργαστεί στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, ιδιαίτερα στις απομακρυσμένες δομές, είναι αναποτελεσματικός. Δεν θεωρώ ότι έναν γιατρό που αυτή τη στιγμή σκέφτεται να φύγει στο εξωτερικό θα τον κρατήσει στην Ελλάδα μια αύξηση της τάξης του 10% στις αποδοχές του.
Ακόμη και σ’ αυτόν που θα επιλέξει να παραμείνει στη χώρα, σίγουρα αυτές οι αμοιβές δεν θα τον πείσουν. Εμείς στο ΠΑΣΟΚ πιστεύουμε ότι το ΕΣΥ χρειάζεται ολική αναμόρφωση σε όλα του τα επίπεδα. Απαιτείται μια γενναία αναβάθμιση των αμοιβών, των συνθηκών εργασίας και της επαγγελματικής εξέλιξης, για γίνει ξανά ο δημόσιος χώρος υγείας ελκυστικός. Μπορούμε να κάνουμε κι ένα βήμα παραπάνω.
Έχουμε τη δυνατότητα όχι μόνο να ανακόψουμε το μεταναστευτικό ρεύμα των επιστημόνων, αλλά να προσελκύσουμε και άλλους γιατρούς, μέσα από μία αναπτυξιακή διαδικασία.
Η Ελλάδα μέσω της ανάπτυξης του ιατρικού τουρισμού μπορεί και πρέπει να γίνει η χώρα της υγείας και της ευεξίας και να απευθύνεται στον παγκόσμιο ασθενή.
Όλες οι προϋποθέσεις υπάρχουν. Ανθρώπινο δυναμικό και άριστες κλιματικές συνθήκες. Πολιτική βούληση χρειάζεται. Εμείς στο ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής και θέλουμε και ξέρουμε και μπορούμε να το κάνουμε.
Χαμαλίδης Ελευθέριος Υποψήφιος Βουλευτής Έβρου ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής